- ζεύξῃς
- ζεύγνυμιyokeaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δυτική Ελλάδα — Διοικητική περιφέρεια (11.350 τ. χλμ., 740.506 κάτ.) της Ελλάδας. Περιλαμβάνει τους νομούς Αχαΐας, Ηλείας και Αιτωλοακαρνανίας, δηλαδή τις περιοχές που αποτελούν τον κύριο κορμό της Δ.Ε. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (65 κάτ./τ. χλμ. το 2001) είναι … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Rio-Antirrio bridge — Infobox Bridge bridge name= Rio Antirrio Bridge38 19 20.00 N 21 46 21.00 E caption= The piers of the Rio Antirrio bridge can slide on their gravel beds to accommodate tectonic movement. official name= Charilaos Trikoupis Bridge carries= 6 lanes,… … Wikipedia
Rio–Antirrio bridge — Rion Antirion Bridge Γέφυρα Ρίου Αντιρρίου The piers of the Rion Antirion bridge can slide on their gravel beds to accommodate tectonic movement. Official name Charilaos Trikoupis Bridge Carries … Wikipedia
Зевксина — Зевксина … Википедия
διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
μεταγωγός — ό (ΑM μεταγωγός, όν) [μετάγω] αυτός που μεταφέρει κάτι από ένα μέρος σε άλλο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μεταγωγός α) κάθε μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά, ιδίως με εναέρια σύρματα, έμψυχου ή άψυχου υλικού β) (ηλεκτρολ.) όργανο με το… … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek